πατρικά

πατρικά
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται στον δήμο Μαστικοχωρίων (Καλαμίτσης).
* * *
βλ. πατρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πατρικά — πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc pl πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc/acc dual πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικάν — πατρικά̱ν , πατρικός derived from one s fathers fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικάς — πατρικά̱ς , πατρικός derived from one s fathers fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… …   Dictionary of Greek

  • πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung von Chios — Die Gemeinde Chios (griechisch Δήμος Χίου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den acht Vorgängergemeinden der griechischen Insel Chios zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt Chios …   Deutsch Wikipedia

  • PATRICA — Graece Πατρικὰ, Sacrorum Persicorum olim genus, vide supra Mithra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”